ἀβλαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλαστής < α- στερητικό και βλαστάνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀβλαστής, -ης, -ες
  • αυτός που δεν βλασταίνει κανονικά, ο άγονος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

ἄβλαστος