ἀβλεψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλεψία< (ελληνιστική κοινή) ἀβλεψία < ἀβλεπτῶ < στερητικό α- + βλέπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβλεψία θηλυκό

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβλεψία < ἀβλεπτῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀβλεψία

  1. τύφλωση
  2. (μεταφορικά) η αδυναμία να δει κάποιος κάτι
  3. το να είναι κάτι αόρατο