ἀβοητί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβοητί < ἀβόητος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀβοητί
  1. χωρίς βοή, σιωπηρά
  2. (αναφορά σε μάχη): χωρίς πρόσταγμα, χωρίς διαταγή, ενέργεια εκούσια