ἀκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀκή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h2kros-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀκή θηλυκό
- η αιχμή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- η λέξη ἀκὴ έδωσε στη νέα ελληνική και τις παρακάτω λέξεις: