ἀλαζονεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλαζονεύομαι < ἀλαζών (γενική ἀλαζόνος) + -εύομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀλαζονεύομαι αποθετικό με ενεργητική διάθεση
- κομπάζω, μιλώ αλαζονικά, αλαζονεύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀλαζονεύω (μεταγενέστερο του ἀλαζονεύομαι
- ἀλαζονεία
- ἀλαζόνευμα