ἀλαζών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀλαζών | - | οἱ, αἱ ἀλαζόνες | - |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀλαζόνος | - | τῶν ἀλαζόνων | - |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀλαζόνι | - | τοῖς, ταῖς ἀλαζόσι | - |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀλαζόνα | - | τοὺς, τὰς ἀλαζόνας | - |
Κλητική | ἀλαζών | - | ἀλαζόνες | - |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀλαζόνε | |||
Γενική-Δοτική | ἀλαζόνοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλαζών < ή από τη λέξη ἄλη (άσκοπη περιπλάνηση) ή από τον σκυθικό λαό των Ἀλαζώνων/Ἀλαζόνων (δηλαδή είτε ο λαός ονομάσθηκε έτσι λόγω πιθανόν των χαρακτηριστικών του ή ίσως αντιστρόφως το επίθετο προέκυψε από την ονομασία του λαού)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀλαζών αρσενικό και θηλυκό
- ο περιπλανώμενος, ο αγύρτης, ο άστεγος, ο απατεώνας
- ο καυχησιάρης
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀλαζών αρσενικό, γενική: του ἀλαζόνος, και θηλυκό η ἀλαζών, (διγενές), συγκριτικός βαθμός ἀλαζονέστερος, υπερθετικός αλαζονίστατος
- ο υπερόπτης, ο αλαζόνας, ο ματαιόδοξος, ο ξεδιάντροπος
- ἡδονὴ μὲν γὰρ ἁπάντων ἀλαζονίστατον : η ηδονή είναι η υπέρτατη απάτη (Πλ. Φίληβος 65c)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἀλαζονεία: αγυρτεία και κομπασμός/αλαζονεία
- ἀλαζονεύομαι : υποκρίνομαι, εξαπατώ και καυχιέμαι
- ἀλαζόνευμα : ο κομπασμός
- ἀλαζονικός,ή,όν : ο αλαζονικός, ο φαντασμένος, ο καυχησιάρης
- ἀλαζονίστατα και αλαζονίστατον