ἀνάληψις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀνάληψις

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀνάληψις < ἀνά- + λαμβάνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀνάληψις θηλυκό

  1. το ανέβασμα με τη χρήση ταινίας ή επιδέσμου
  2. η ανάκτηση των δυνάμεων
  3. η επανόρθωση σφάλματος
  4. (θρησκεία) η άνοδος στον ουρανό