ἀναγκάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀναγκάζω   ἀναγκάζομαι 
Παρατατικός  ἠνάγκαζον   ἠναγκαζόμην 
Μέλλοντας  ἀναγκάσω    ἀναγκασθήσομαι 
Αόριστος  ἠνάγκασα   ἠναγκάσθην 
Παρακείμενος  ἠνάγκακα   ἠνάγκασμαι 
Υπερσυντέλικος  ἠναγκάκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀναγκάζω < ἀνάγκ(η) + -άζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀναγκάζω

  1. εξαναγκάζω, υποχρεώνω, επιβάλλω
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 23
    τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν, ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ, τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους καὶ φόβον παρέχοντας τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀναγκάσαι ἐς τὸ πολεμεῖν
    Η αληθεστάτη, πραγματικώς, αλλ' ανομολόγητος αιτία υπήρξε, νομίζω, η αυξανομένη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον.
    απόδοση Ελευθερίου Βενιζέλου
    δεινοῖς ἠναγκάσθην - με ανάγκασαν (να το κάνω) με βασανιστήρια
  2. καλλιεργώ
    τὰ ἄγρια καὶ αὐτόματα λάχανα τῶν ἠναγκασμένων καὶ τεχνητῶν.
  3. βιάζω, πιέζω, ζορίζω
    χρειάζεται παράθεμα λείπουν τα στοιχεία παραθέματος΄΄
    μὴ τοίνυν ἀνάγκαζε ὃ μὴ καλόν ἐστιν αἰσχρὸν εἶναι, μηδὲ ὃ μὴ ἀγαθόν, κακόν : μη θεωρείς αναγκαστικά ότι αυτό που δεν είναι όμορφο, είναι άσχημο, ή ότι το μη αγαθό, είναι κακό
  4. (ιατρική) κάνω ανάταξη οστού με βία, δύναμη, το επαναφέρω
    ※  5ος↑ αιώνας Ἱπποκράτης, Περι άρθρων, 3
    οἱ δὲ τῇ πτέρνῃ πειρώμενοι ἐμβάλλειν, ἐγγύς τι τοῦ κατὰ φύσιν ἀναγκάζουσιν: όσοι προσπαθούν να επέμβουν στη φτέρνα, πρέπει να την επαναφέρουν με πίεση κοντά στη φυσική της θέση

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές[επεξεργασία]