ἀποβάλλω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποβάλλω < ἀπό + βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀποβάλλω (μέλλων ἀποβαλῶ)

  1. ρίχνω μακριά, πετάω κάτι μακριά ή γενικά το πετάω
    τί ταὐτὸν ἐν γῇ τ᾽ ἀπέβαλεν κἀν οὐρανῷ κἀν τῇ θαλάττῃ θηρίον τὴν ἀσπίδα; (πώς στην ευχή μπορεί το ίδιο και το αυτό θηρίο να έχει πετάξει την ασπίδα του (του Κλεομένη) και στην ξηρά, και στον ουρανό και στη θάλασσα;)
  2. υποτιμώ, υποβιβάζω
    ὦ ξένε, τὸν νομοθέτην ἡμῶν ἀποβάλλομεν εἰς τοὺς πόρρω νομοθέτας. (ξένε, υποβιβάζουμε σε χαμηλή βαθμίδα το δικό μας νομοθέτη)
  3. διώχνω, αποβάλλω,
    αἳ δ᾽ ἀποβαλοῦσαι θαλερὸν ὀμμάτων ὕπνον ἀνῇξαν ὀρθαί (και διώχνοντας τον ανανεωτικό ύπνο από τα μάτια τους, πετάχτηκαν όρθιες)
  4. ξεφορτώνομαι, πουλάω όσο-όσο, απορρίπτω
    καὶ ὅταν δεηθῶσιν ἀργυρίου, οὐκ εἰκῇ αὐτὸν ὅπου ἂν τύχωσιν ἀπέβαλον, ἀλλ᾽ ὅπου ἂν ἀκούσωσι τιμᾶσθαί τε μάλιστα τὸν σῖτον καὶ περὶ πλείστου αὐτὸν ποιῶνται οἱ ἄνθρωποι (και όταν χρειαστούν χρήματα, δεν θα τον πουλήσουν όσο-όσο όπου τύχει, αλλά εκεί που θα ακούσουν ότι πιάνει καλύτερη τιμή ο σίτος και που τον εκτιμούν οι άνθρωποι)
    ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε
  5. χάνω
    ἀπέπτυσ᾽ αὐτήν, ἥτις ἄνδρα ἀποβαλοῦσ᾽ ἄλλον φιλεῖ. (Ανδρομάχη: περιφρονώ εκείνη που όταν χάνει τον πρώτο άνδρα της αγαπάει άλλον)

Συγγενικά[επεξεργασία]