ἀποβατήρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀποβατήρια < επίθετο ἀποβατήριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀποβατήρια ουδέτερο (μόνον στον πληθ.)
- θυσίες προς αποβατήριο θεό για να προστατεύσει εκείνους που ετοιμάζονταν να κάνουν απόβαση