ἀποδείκνυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποδείκνυμι < ἀπο- + δείκνυμι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀποδείκνυμι

  1. αποδεικνύω
  2. φανερώνω, καθιστώ γνωστό, παρουσιάζω, επιδεικνύω
  3. υπολογίζω, ορίζω, διορίζω, καθιστώ

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • ἀπόδειξις, -εως και ιωνικός τύπος ἀπόδεξις, -εως (απόδειξη στα νεοελληνικά)
  • ἀποδεικτός : ο αποδεικνυόμενος, ο δυνάμενος να αποδειχτεί, που υπάρχει η δυνατότητα να αποδειχτεί
  • ἀποδεικτέον : που πρέπει να αποδειχθεί
  • ἀποδεικνύω (νεοελληνικά αποδεικνύω)