ἀπόκρισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπόκρισις θηλυκό

  1. διαχωρισμός
    ἀπόκρισις χειρόνων ἀπὸ βελτιόνων
  2. (ιατρική) έκκριση
  3. απάντηση, απόκριση
     συνώνυμα: ὑπόκρισις
  4. απολογία

Αναφορές[επεξεργασία]

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 180