ἀργαλέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀργαλέος ἀργαλέ τὸ ἀργαλέον
      γενική τοῦ ἀργαλέου τῆς ἀργαλέᾱς τοῦ ἀργαλέου
      δοτική τῷ ἀργαλέ τῇ ἀργαλέ τῷ ἀργαλέ
    αιτιατική τὸν ἀργαλέον τὴν ἀργαλέᾱν τὸ ἀργαλέον
     κλητική ! ἀργαλέε ἀργαλέ ἀργαλέον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀργαλέοι αἱ ἀργαλέαι τὰ ἀργαλέ
      γενική τῶν ἀργαλέων τῶν ἀργαλέων τῶν ἀργαλέων
      δοτική τοῖς ἀργαλέοις ταῖς ἀργαλέαις τοῖς ἀργαλέοις
    αιτιατική τοὺς ἀργαλέους τὰς ἀργαλέᾱς τὰ ἀργαλέ
     κλητική ! ἀργαλέοι ἀργαλέαι ἀργαλέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀργαλέω τὼ ἀργαλέ τὼ ἀργαλέω
      γεν-δοτ τοῖν ἀργαλέοιν τοῖν ἀργαλέαιν τοῖν ἀργαλέοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀργαλέος, -α, -ον, συγκριτικός:ἀργαλεώτερος, υπερθετικός: ἀργαλεώτατος

  1. σκληρός, αφόρητος, επίπονος, οδυνηρός, τραχύς, δύσκολος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 87 (85-87)
    οἷσιν ἄρα Ζεὺς | ἐκ νεότητος ἔδωκε καὶ ἐς γῆρας τολυπεύειν | ἀργαλέους πολέμους, ὄφρα φθιόμεσθα ἕκαστος.
    που ο Ζευς από τα νιάτα | ως εις το γήρας έδωκε μ᾽ ανδρειά ν᾽ αγωνισθούμε | ως εις την ύστερην πνοήν τρομακτικούς πολέμους.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 385 (384-388)
    Τοῖς δὲ πανημερίοις ἔριδος μέγα νεῖκος ὀρώρει | ἀργαλέης· καμάτῳ δὲ καὶ ἱδρῷ νωλεμὲς αἰεὶ | γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες θ᾽ ὑπένερθεν ἑκάστου | χεῖρές τ᾽ ὀφθαλμοί τε παλάσσετο μαρναμένοιιν | ἀμφ᾽ ἀγαθὸν θεράποντα ποδώκεος Αἰακίδαο.
    Κι είχαν με πείσμα ολήμερον δεινού πολέμου αγώνα | και απ᾽ τον κόπον ίδρωτας δεν έπαυε να ραίνει | τες κνήμες των, τα γόνατα, τα πόδια και τα χέρια, | πατόκορφα ως τα βλέφαρα, καθώς αγωνιζόνταν | για τον λαμπρόν ακόλουθον του θείου Αχιλλέως.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 17 (Ρ. Μενελάου ἀριστεία.), στίχ. 544 (543-545)
    Ἂψ δ᾽ ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη | ἀργαλέη πολύδακρυς, ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη | οὐρανόθεν καταβᾶσα·
    Και πάλι μάχη λυσσερή στον Πάτροκλον επάνω | άναψε πολυδάκρυτη, ότ᾽ ήλθεν ουρανόθεν | να τους κινήσ᾽ η Αθηνά
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, 11.72, (11.69-11.72)
    λίσσοντο δὲ παῖδας Ἄβαντος | γᾶν πολύκριθον λαχώντας | Τίρυνθα τὸν ὁπλώτερον | κτίζειν, πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν·
    κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν, | η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη, | να μοιράσουν τα χωράφια, | γη με το πολύ κριθάρι, | και την Τίρυνθα να χτίσει | ο πιο νέος.
    Μετάφραση (2012): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιαστράτη, στίχ. 764 (763-765)
    ποθεῖτ᾽ ἴσως τοὺς ἄνδρας· ἡμᾶς δ᾽ οὐκ οἴει | ποθεῖν ἐκείνους; ἀργαλέας γ᾽ εὖ οἶδ᾽ ὅτι | ἄγουσι νύκτας.
    Τους άντρες σας ποθείτε! Μα θαρρείτε | κι αυτοί δε μας ποθούνε; Μαύρες νύχτες | περνάνε!
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. (για πρόσωπα) ενοχλητικός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]