ἀρχῆθεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀρχῆθεν < ἀρχαῖος + ὅθεν

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἀρχῆθεν

  1. από παλιά, από την αρχή
    τοῦ δ᾽ ἱροῦ ὡς ἀρχῆθεν (το ναό τον άφησαν όπως ήταν από παλιά)
    εξαρχής
    κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας (καλυτερα να μην είχαν έρθει εξαρχής οι γυναίκες)

Συνώνυμα[επεξεργασία]


Συγγενικά[επεξεργασία]