ἀρχῆθεν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
ἀρχῆθεν
- από παλιά, από την αρχή
- τοῦ δ᾽ ἱροῦ ὡς ἀρχῆθεν (το ναό τον άφησαν όπως ήταν από παλιά)
- εξαρχής
- κρέσσον γὰρ εἶναι ἀρχῆθεν μὴ ἐλθεῖν τὰς γυναῖκας (καλυτερα να μην είχαν έρθει εξαρχής οι γυναίκες)
Συνώνυμα[επεξεργασία]