ἀψίνθιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀψίνθιον< (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀψίνθιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀψίνθιον θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀψίνθιον τὰ ἀψίνθι
      γενική τοῦ ἀψινθίου τῶν ἀψινθίων
      δοτική τῷ ἀψινθί τοῖς ἀψινθίοις
    αιτιατική τὸ ἀψίνθιον τὰ ἀψίνθι
     κλητική ! ἀψίνθιον ἀψίνθι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀψινθίω
γεν-δοτ τοῖν  ἀψινθίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀψίνθιον, ήδη στον Ιπποκράτη < προελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀψίνθιον ουδέτερο

  • (φυτό) η άψινθος
    ※  Ἔνια δὲ πάλιν ὠφελοῦντα τῶν ἀηδῶν καὶ πικρῶν οἷον καὶ τὰ ἄρτι λεχθέντα κενταύριον καὶ ἀψίνθιον καὶ ὅσα δὴ φαρμακωδεστέρους ἔτι τοὺς χυμοὺς ἔχει· πολλὰ γὰρ καὶ τούτων ὀνίνησι (Θεόφρραστος, Περί φυτῶν αἰτίων, 6.4.6)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]