ἄβαπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄβαπτος < α- στερητικό και βάπτω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄβαπτος, -ος, -ον

  1. αυτός που δεν έχει χρωματιστεί, ο άβαφος
  2. ειδικότερα για μέταλλα: αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμα σε νερό για να γίνει σκληρότερος