ἄβαπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἄβαπτος, -ος, -ον
- αυτός που δεν έχει χρωματιστεί, ο άβαφος
- ειδικότερα για μέταλλα: αυτός που δεν ψύχθηκε ακόμα σε νερό για να γίνει σκληρότερος