ἄκανθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άκανθα, ἄκανθος, άκανθος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀ˘κανθα-
ονομαστική ἄκανθ αἱ ἄκανθαι
      γενική τῆς ἀκάνθης τῶν ἀκανθῶν
      δοτική τῇ ἀκάνθ ταῖς ἀκάνθαις
    αιτιατική τὴν ἄκανθᾰν τὰς ἀκάνθᾱς
     κλητική ! ἄκανθ ἄκανθαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκάνθ
γεν-δοτ τοῖν  ἀκάνθαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄκανθα, ήδη ομηρικό < πιθανές εκδοχές: [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄκανθα, -ης θηλυκό

  1. άκανθα, αγκάθι
  2. (φυτό) ακανθώδες φυτό
  3. ακανθώνας, τόπος γεμάτος αγκαθωτά φυτά
  4. (φυτό) γαϊδουράγκαθο
  5. μυτερή, λεπτή και σκληρή προεξοχή (όπως οστού)
  6. τα λεπτά οστά του ψαροκόκαλου, η σπονδυλική στήλη των ψαριών ή των ερπετών
  7. (μεταφορικά) ακανθώδη ζητήματα, δυσκολίες

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ἀκανθ- 

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἄκανθα -  Diccionario Griego-Español (DGE en línea) [Λεξικό ελληνικών (αρχαίων) - ισπανικών online] (στα ισπανικά) του Francisco R. Adrados (Φρανθίσκο Αδράδος) & Juan Rodríguez Somolinos, έως στο λήμμα «ἔξαυος» (συντομογραφίες).

Πηγές[επεξεργασία]