ἄμβροτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἄμβροτος τὸ ἄμβροτον οἱ, αἱ ἄμβροτοι τὰ ἄμβροτα
Γενική τοῦ, τῆς ἀμβρότου τοῦ ἀμβρότου τῶν ἀμβρότων τῶν ἀμβρότων
Δοτική τῷ, τῇ ἀμβρότῳ τῷ ἀμβρότῳ τοῖς, ταῖς ἀμβρότοις τοῖς ἀμβρότοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἄμβροτον τὸ ἄμβροτον τοὺς, τὰς ἀμβρότους τὰ ἄμβροτα
Κλητική ἄμβροτε ἄμβροτον ἄμβροτοι ἄμβροτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀμβρότω
Γενική-Δοτική ἀμβρότοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄμβροτος < ἀ- + βροτός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mr̥twós / *mr̥tós (νεκρός, θνητός), *mr̥tó- < *mer- (πεθαίνω)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄμβροτος, -ος, -ον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]