ἄρτιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: άρτιος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἄρτιος ἀρτί τὸ ἄρτιον
      γενική τοῦ ἀρτίου τῆς ἀρτίᾱς τοῦ ἀρτίου
      δοτική τῷ ἀρτί τῇ ἀρτί τῷ ἀρτί
    αιτιατική τὸν ἄρτιον τὴν ἀρτίᾱν τὸ ἄρτιον
     κλητική ! ἄρτιε ἀρτί ἄρτιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἄρτιοι αἱ ἄρτιαι τὰ ἄρτι
      γενική τῶν ἀρτίων τῶν ἀρτίων τῶν ἀρτίων
      δοτική τοῖς ἀρτίοις ταῖς ἀρτίαις τοῖς ἀρτίοις
    αιτιατική τοὺς ἀρτίους τὰς ἀρτίᾱς τὰ ἄρτι
     κλητική ! ἄρτιοι ἄρτιαι ἄρτι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀρτίω τὼ ἀρτί τὼ ἀρτίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀρτίοιν τοῖν ἀρτίαιν τοῖν ἀρτίοιν
Ως δικατάληκτο -ος, -ος, -ον, σε ορισμένους συγγραφείς.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄρτιος < ἄρτι + ... < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (ταιριάζω, ἀραρίσκω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄρτιος

  1. που είναι καλά προσαρμοσμένος
  2. (μεταφορικά) κατάλληλος
  3. τέλειος, ακέραιος, πλήρης
  4. (μαθηματικά) άρτιος, ζυγός

Παράγωγα[επεξεργασία]

σύνθετα:

Πηγές[επεξεργασία]