ἄχθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄχθος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄχθος ουδέτερο

  • βάρος, φορτίο
    ※  12ος αιώνας [γλώσσα: λόγια μεσαιωνική] Ἰωάννης Ζωναρᾶς, Epitome Historiarum, 15.7, WIII 91, @scaife.perseus
    εἶτα ἐκ τῆς ὑπερορίας ἀχθέντα τὸν Κωνσταντῖνον καὶ ἀπηνέστατα αἰκισθέντα, ὡς μηδὲ βαδίζειν δύνασθαι, εἰς τὴν μεγάλην ἐκκλησίαν ὡς ἄχθος τι βασταζόμενον ὁ τύραννος μετακομισθῆναι κεκέλευκε.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

  • ἄχθη (ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄχθος τὰ ἄχθη - ἄχθε
      γενική τοῦ ἄχθους - ἄχθεος τῶν ἀχθῶν - ἀχθέων
      δοτική τῷ ἄχθει - ἄχθεῐ̈ τοῖς ἄχθεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄχθος τὰ ἄχθη - ἄχθεα
     κλητική ! ἄχθος ἄχθη - ἄχθεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄχθει - ἄχθεε
γεν-δοτ τοῖν  ἀχθοῖν - ἀχθέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄχθος, ήδη ομηρικό (ἄχθος ἀρούρης) < πιθανόν ag-thos με επίθημα -θος. Το θέμα, στο ρήμα ἄγω [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα **h₂edʰǵʰ- (πιέζω).[2]
Κατά τον Beekes[3], είναι παράγωγο του ἄχθομαι, επισημαίνοντας δυσκολίες, όπως στη συνδεση με τη χεττιτικά ρίζα ḫatk- (=κλείνω).
Λιγότερο πιθανή υπόθεση: < ὀχθέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἄχθος, -εος/-ους ουδέτερο

  1. βάρος, φορτίο
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 692 (692-694)
    δεινὸν δ᾽ εἴ κ᾽ ἐπ᾽ ἄμαξαν ὑπέρβιον ἄχθος ἀείρας | ἄξονα καυάξαις καὶ φορτία μαυρωθείη. | μέτρα φυλάσσεσθαι· καιρὸς δ᾽ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος.
    Κι ακόμη είναι φοβερό βάζοντας βάρος υπερβολικό στην άμαξα επάνω | τον άξονα να σπάσεις και το φορτίο ν᾽ αφανίσεις. | Τα μέτρα φύλαγε. Είναι η καίρια στιγμή η άριστη για όλα.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 35.3
    τὰ ἄχθεα οἱ μὲν ἄνδρες ἐπὶ τῶν κεφαλέων φορέουσι, αἱ δὲ γυναῖκες ἐπὶ τῶν ὤμων.
    Τα φορτία οι άνδρες τα κουβαλούν στο κεφάλι τους, οι γυναίκες στους ώμους.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 350 (347-350)
    οὐ δῆτ᾽, ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τύχαι | τείρουσ᾽ Ἄτλαντος, ὃς πρὸς ἑσπέρους τόπους | ἕστηκε κίον᾽ οὐρανοῦ τε καὶ χθονὸς | ὤμοις ἐρείδων, ἄχθος οὐκ εὐάγκαλον.
    Όχι· με φτάνει κι όσο τ᾽ αδερφού μου η μοίρα | του Άτλαντα με πονεί, που στους Εσπέριους τόπους | στέκει στηρίζοντας στους ώμους την κολώνα | τ᾽ ουρανού και της γης – κακοβάσταγο βάρος.
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  2. (μεταφορικά) λύπη, θλίψη, στενοχώρια
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 1172
    τί δ᾽ αὖ τόδ᾽ ἄχθος βασιλέων ἥκεις φέρων;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
ἀχθ- 

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. άχθος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. DGE, Bailly στο ἄχθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  3. ἄχθος σελ. 183 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]