Ἄβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄβ αἱ Ἄβαι
      γενική τῆς Ἄβᾱς τῶν Ἀβῶν
      δοτική τῇ Ἄβ ταῖς Ἄβαις
    αιτιατική τὴν Ἄβᾱν τὰς Ἄβᾱς
     κλητική ! Ἄβ Ἄβαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἄβ
γεν-δοτ τοῖν  Ἄβαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
!!Εξαίρεση: παρ' όλο που το θέμα δεν λήγει σε ρ ή φωνήεν,
δεν έχει γενική σε -ης και κλίνεται όπως το σοφία.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἄβα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἄβα θηλυκό

  1. (ελληνική μυθολογία) νύμφη, ερωμένη του Ποσειδώνα, μητέρα του Εργίσκου, ιδρυτή της Εργίσκης
  2. κόρη του Ζηνοφάνους, βασίλισσα της Όλβης, στη Κιλικία
  3. τοπωνύμιο της Ελλάδας
    ※ φησὶ δ' Ἀριστοτέλης ἐξ Ἄβας τῆς Φωκικῆς Θρᾷκας ὁρμηθέντας ἐποικῆσαι τὴν νῆσον καὶ ἐπονομάσαι Ἄβαντας τοὺς ἔχοντας αὐτήν. (Στράβων, Γεωγραφικά, 10, 3, 5-7)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]