ἐγγύη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐγγύη < ἐν + γυῖον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gew- (χέρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐγγύη θηλυκό
- αυτό που δίνεις στο χέρι άλλου, το ενέχυρο, η ασφάλεια, η βεβαίωση
- ο αρραβώνας γιού ή θυγατέρας από την πλευρά του πατέρα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἐγγύα, πάρα δ΄ ἄτα γνωμικό (γίνε εγγυητής και η η ζημιά είναι εγγύς)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐγγύη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐγγύη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.