ἐλαιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐλαιολόγος | τὸ ἐλαιολόγον | οἱ, αἱ ἐλαιολόγοι | τὰ ἐλαιολόγα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐλαιολόγου | τοῦ ἐλαιολόγου | τῶν ἐλαιολόγων | τῶν ἐλαιολόγων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐλαιολόγῳ | τῷ ἐλαιολόγῳ | τοῖς, ταῖς ἐλαιολόγοις | τοῖς ἐλαιολόγοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐλαιολόγον | τὸ ἐλαιολόγον | τοὺς, τὰς ἐλαιολόγους | τὰ ἐλαιολόγα |
Κλητική | ἐλαιολόγε | ἐλαιολόγον | ἐλαιολόγοι | ἐλαιολόγα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐλαιολόγω | |||
Γενική-Δοτική | ἐλαιολόγοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐλαιολόγος,ος, ον
- ο συλλέκτης, που συλλέγει, μαζεύει ελιές