ἐλεύθερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ελεύθερος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἐλεύθερος ἐλευθέρ τὸ ἐλεύθερον
      γενική τοῦ ἐλευθέρου τῆς ἐλευθέρᾱς τοῦ ἐλευθέρου
      δοτική τῷ ἐλευθέρ τῇ ἐλευθέρ τῷ ἐλευθέρ
    αιτιατική τὸν ἐλεύθερον τὴν ἐλευθέρᾱν τὸ ἐλεύθερον
     κλητική ! ἐλεύθερε ἐλευθέρ ἐλεύθερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἐλεύθεροι αἱ ἐλεύθεραι τὰ ἐλεύθερ
      γενική τῶν ἐλευθέρων τῶν ἐλευθέρων τῶν ἐλευθέρων
      δοτική τοῖς ἐλευθέροις ταῖς ἐλευθέραις τοῖς ἐλευθέροις
    αιτιατική τοὺς ἐλευθέρους τὰς ἐλευθέρᾱς τὰ ἐλεύθερ
     κλητική ! ἐλεύθεροι ἐλεύθεραι ἐλεύθερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐλευθέρω τὼ ἐλευθέρ τὼ ἐλευθέρω
      γεν-δοτ τοῖν ἐλευθέροιν τοῖν ἐλευθέραιν τοῖν ἐλευθέροιν
Μερικές φορές και ως διακατάληκτο -ος, -ος, -ον.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐλεύθερος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁lewdʰ-. Συγγενή: λατινική liber, रोधति (rodhati). Kατ' αυτήν την άποψη, ομόρριζο με το ἐλεύσομαι, μέλλοντα του ἔρχομαι. Συγκρίνετε με: κέλευθος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐλεύθερος, -α, -ον

  1. ελεύθερος, όχι δούλος
  2. που αρμόζει σε έναν ελεύθερο
  3. (+ γενική) απαλλαγμένος από κάτι
  4. (για πράγματα) ελεύθερος, ανοιχτός σε όλους

Πηγές[επεξεργασία]