ἐπίθετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επίθετος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίθετος < ἐπιτίθημι (προσθέτω κάτι)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπίθετος, -ος, -ον

  1. πρόσθετος, νεοαποκτηθείς
  2. φανταστικός
     αντώνυμα: ἀληθινός
  3. (για γράμμα) που τον έχουμε εμπιστευθεί σε κάποιον
  4. επιθετικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐπίθετος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883