ἐπιτίθημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπιτίθημι < ἐπι- + τίθημι

Ρήμα[επεξεργασία]

ἐπιτίθημι

  1. τοποθετώ κάτι επάνω σε μία επιφάνεια, επιθέτω,
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 544 (στίχοι 544-545)
    περὶ δὲ ζώνην βάλετ᾽ ἰξυῖ | καλὴν χρυσείην, κεφαλῇ δ᾽ ἐπέθηκε καλύπτρην.
    ζώνει τη μέση της μ᾽ όμορφη ζώνη | ολόχρυση, έριξε στο κεφάλι της μαντίλα.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. επιβάλλω (π.χ. ποινή)
  3. βάζω κατάληξη, προσθέτω

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη τίθημι

Πηγές[επεξεργασία]