ἐργάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐργάνη < ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἐργάνη θηλυκό
- εργάτης, εργασία, εργατικότητα, δημιουργικότητα
- ἐξηῦρον αὐτοῖς, γραμμάτων τε συνθέσεις, μνήμην ἁπάντων, μουσομήτορ᾽ ἐργάνην. [: και των γραμμάτων τα συνθέματα τους βρήκα, της μνήμης, της μητέρας των Μουσών, εργάτες (μετάφραση Ι. Γρυπάρη) ή Βρήκα γι' αυτούς και το συνδυασμό των γραμμάτων, δημιουργική μητέρα των τεχνών των Μουσών, με τα οποία συγκρατουν τα πάντα στη μνήμη (μετάφραση Herbert Weir Smyth)(Προμ.Δεσμ.460)]
- Επίθετο της Αθηνάς, ως προστάτιδος της εργασίας
- τὴν Διὸς γοργῶπιν Ἐργάνην