ἔσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἕσο

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ἔσο (επικός τύπος του ἴσθι)

  • β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος εἰμί
    • Ἄλλη προϊόντι τῷ υἱῷ ἐπὶ πόλεμον ἀναδιδοῦσα τὴν ἀσπίδα «ταύτην» ἔφη «ὁ πατήρ σοι ἀεὶ ἔσῳζε· καὶ σὺ οὖν ἢ ταύτην σῷζε ἢ μὴ ἔσο (Πλούταρχος, Αποφθέγματα λακωνικά, 241, F, 9)
    • Ἄλλη ἀκούσασα περὶ τοῦ υἱοῦ, ὡς κακῶς ἐπὶ τῆς ξένης ἀναστρέφοιτο, ἔγραψε «κακά τευ φάμα κακκέχυται· ἢ ταύταν ἀπόθευ ἢ μὴ ἔσο (Πλούταρχος, Αποφθέγματα λακωνικά, 241, D, 7)
    • Μηδὲ μὴν νωχελίας ἀνάπλεως ἔσο περὶ ἔργα, μηδὲ νωθὴς ἐν λόγοις, μηδὲ ἐν βαδίσμασιν ὄκνου πεπληρωμένος, ἵνα σοι ῥυθμὸς ἀγαθὸς τὴν ἡσυχίαν κοσμοίη καὶ θεοειδές τι καὶ ἱερὸν τὸ σχῆμα φαίνηται. (Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Μετάφρασις παραγγελμάτων περὶ ἡσυχίας καὶ ἀρετῶν 11)