Ἐπίγονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπίγονος, επίγονος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἐπίγονος οἱ Ἐπίγονοι
      γενική τοῦ Ἐπιγόνου τῶν Ἐπιγόνων
      δοτική τῷ Ἐπιγόν τοῖς Ἐπιγόνοις
    αιτιατική τὸν Ἐπίγονον τοὺς Ἐπιγόνους
     κλητική ! Ἐπίγονε Ἐπίγονοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἐπιγόνω
γεν-δοτ τοῖν  Ἐπιγόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἐπίγονος < ἐπίγονος < ἐπί + -γονος (επίγονος)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ἐπίγονος αρσενικό

  • ένας από τους Επιγόνους → δείτε τη λέξη Ἐπίγονοι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]