ἰσόνεκυς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἰσόνεκυς < ἴσος + νέκυς (νεκρός)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἰσόνεκυς, τοῦ ἰσονέκυος

ὁ, ἡ ἰσόνεκυς