ὀμμάτιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀμμάτιον < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὀμμάτιον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
και
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- ὀμμάτια (πληθυντικός)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἀνοίγω τὰ ὀμμάτια
- φυλάγω (κάποιον) ὡς γιόν τὰ 'μμάτια (μου)
→ και δείτε τη λέξη μάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ὄμμα
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀμμάτιον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ὀμμάτιον | τὰ | ὀμμάτιᾰ |
γενική | τοῦ | ὀμματίου | τῶν | ὀμματίων |
δοτική | τῷ | ὀμματίῳ | τοῖς | ὀμματίοις |
αιτιατική | τὸ | ὀμμάτιον | τὰ | ὀμμάτιᾰ |
κλητική ὦ! | ὀμμάτιον | ὀμμάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀμματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀμματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὀμμάτιον < ὄμμα, ὀμματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
PAGENAME ουδέτερο
- (ανατομία) συνώνυμο του ὄμμα: το μάτι, ο οφθαλμός
- ※ ἀναιδοῦς σημεῖα ὀμμάτιον ἀνεπτυγμένον καὶ λαμπρόν, βλέφαρα ὕφαιμα καὶ παχέα (Αριστοτέλης, Φυσιογνωμονικά 807b29)
Πηγές[επεξεργασία]
- ὀμμάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ανατομία (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανατομία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)