ὀμμάτιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ομματιών

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀμμάτιον < αρχαία ελληνική ὀμμάτιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὀμμάτιον ουδέτερο

  1. (ανατομία) συνώνυμο του ὄμμα: το μάτι, ο οφθαλμός
  2. το βλέφαρο
  3. το βλέμμα
  4. η όραση

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

και

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη μάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ὄμμα

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὀμμάτιον τὰ ὀμμάτι
      γενική τοῦ ὀμματίου τῶν ὀμματίων
      δοτική τῷ ὀμματί τοῖς ὀμματίοις
    αιτιατική τὸ ὀμμάτιον τὰ ὀμμάτι
     κλητική ! ὀμμάτιον ὀμμάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀμματίω
γεν-δοτ τοῖν  ὀμματίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀμμάτιον < ὄμμα, ὀμματ- + υποκοριστικό επίθημα -ιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

PAGENAME ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]