ὄν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ὄν ουδέτερο
- ουσιαστικοποιημένη μετοχή από την οποία προέρχεται η λέξη (και επιστήμη) της οντολογίας, και σημαίνει το πραγματικό, εκείνο που υπάρχει, σε αντιδιαστολή προς το τό μή ὄν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ὄντως (επίρρημα όντως)
- τῶ ὄντι, τωόντι ή και τώντις (ιδιωματικά στη νεοελληνική και μια λέξη καιτώντι: πράγματι!)
- και από τη νέα ελληνική αλλά και σε ξένες γλώσσες:
- οντολογία
- οντότητα
- οντολογικός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οὐδέν γίνεται ἐκ τοῦ μή ὄντος Επίκουρος
- ἐξ οὐκ ὄντων ἐποίησεν αὐτὰ ὁ θεός (κατά Λουκά)