ὄνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: όνος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική / ὄνος οἱ/αἱ ὄνοι
      γενική τοῦ/τῆς ὄνου τῶν ὄνων
      δοτική τῷ/τῇ ὄν τοῖς/ταῖς ὄνοις
    αιτιατική τὸν/τὴν ὄνον τοὺς/τὰς ὄνους
     κλητική ! ὄνε ὄνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄνω
γεν-δοτ τοῖν  ὄνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄνος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο γάιδαρος, όνος, η γαϊδούρα
  2. όσο φορτίο σηκώνει ένα ζώο
  3. (έντομο) είδος ακρίδας
  4. (έντομο) ονίσκος
  5. (ψάρι) μπακαλιάρος
  6. είδος βαρούλκου
  7. μυλόπετρα
  8. αδράχτι

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]