ὅλως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὅλως < ὅλος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὅλως ( & δωρικός τύποςοὔλως)

  1. απολύτως, καθ' ολοκληρία, εντελώς
    • ὅλως σοφόν
    • ὅλως ψεύδεται
  2. στ' αλήθεια, δια ζώσης, από κοντά, πραγματικά (ελληνιστική έννοια)
    • καλῶς ποιήσεις ἐλθοῦσα πρὸς ἡμᾶς ἵνα ὅλως ἴδωμέν σε (καλά θα κάνεις να έρθεις για να σε δούμε πράγματι)