ὅσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὅσος < ὃς

Αντωνυμία[επεξεργασία]

ὅσος,η,ον και ποιητικός τύπος ὃσσος, ὃσση, ὃσσον, επίσης ὄζος και ὄττος

  1. αναφορική αντωνυμία, όσος, τόσο μεγάλος ή μικρός, όσο... (για ποσότητα, χώρο, χρόνο κ.λπ.)
  2. ο οποίος, για τον οποίον, από εκείνους που...,

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ὃσοι μῆνες: κάθε μήνα, μηνιαία
  • ὃσαι ἡμέραι: κάθε μέρα, καθημερινά
  • ὅσαι ὧραι : κάθε ώρα, ωριαία
  • ὃσος δή: οσοσδήποτε
  • ὃσον μόνον : μόνον έως
  • ὃσον οὐ : σχεδόν
  • ὃσον τάχος : όσο γρηγορότερα γίνεται
  • ὅσον σθένος : με όλη τη δύναμη
  • ἐφ᾽ ὅσον ἐστὶν δυνατός : για όσο μπορεί
  • ἐς ὅσον δύναμίς μοι ὑπῆρχεν : για όση ώρα, όσο αντέχω
  • ἐν ὅσῳ : ενώ, στο διάστημα κατά το οποίο

Σύνθετα[επεξεργασία]

  • ὁσοσοῦν : οσοδήποτε μικρός ή λίγος, ελάχιστος
  • ὁσονοῦν : οσοδήποτε μικρό ή λίγο
  • ὅσοσπερ : ακριβώς όσο.../ όσο πρέπει, το κανονικό