ὑπερβολή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπερβολή < ὑπερβάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὑπερβολή

  1. το ξεπέρασμα, η υπέρβαση
  2. η πάροδος
  3. (ειδικότερα) το πέρασμα ανάμεσα σε βουνά
  4. η τελειότητα
  5. (αστρονομία) το ύψος ενός άστρου στον ουρανό