Ὕπνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὕπνος, ύπνος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ὕπνος < ὕπνος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ὕπνος αρσενικό
  • ανδρικό όνομα
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 759 (758-761)
    ἔνθα δὲ Νυκτὸς παῖδες ἐρεμνῆς οἰκί᾽ ἔχουσιν, | Ὕπνος καὶ Θάνατος, δεινοὶ θεοί· οὐδέ ποτ᾽ αὐτοὺς | Ἠέλιος φαέθων ἐπιδέρκεται ἀκτίνεσσιν | οὐρανὸν εἰσανιὼν οὐδ᾽ οὐρανόθεν καταβαίνων.
    Εκεί και τα παιδιά της σκοτεινής της Νύχτας σπίτι έχουνε, | ο Ύπνος και ο Θάνατος, δεινοί θεοί. Ποτέ αυτούς | ο Ήλιος ο λαμπρός δεν τους κοιτά με τις ακτίνες του, | ούτε σαν ανεβαίνει, ούτε σαν κατεβαίνει από τον ουρανό.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr