Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ω,

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Επιφώνημα[επεξεργασία]

μοι - αλίμονό μου
ὦ και ὤ Ζεῦ, ὦ τάλας ἐγώ! (εγώ ο δύστυχος)
ὦ τῆς ἀναισχυντίας! (ακραία αναισχυντία)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • ὤζω (φωνάζω παρατεταμένο ω)
  • ὠή κραυγή, αλλά και πρόσκληση