ῥάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥάσσω < ρίζα Fραγ + πρόσφυμα j + ω (=Fραγjω), συγγενές των ῥάζω, ῥήγνυμι, ἀράσσω (ἀρακόττω), ἄραβος, ἀραβέω, ἀράζω

Ρήμα[επεξεργασία]

ῥάσσω ( & αττικός τύποςῥάττω & ιωνικός τύποςῥήσσω)

  1. κτυπώ
  2. καταβάλλω
  3. ωθώ
  4. στην ιωνική το ῥήσσω είχε την έννοια του χτυπάω το πόδι μου κάτω χορεύοντας ή χτυπώ τα τύμπανα

Συγγενικά[επεξεργασία]


Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]

  • ενεργητική: μέλλοντας ῥάξω (μόνον σύνθετος: ξυρράξω), αόριστος ἔρραξα
  • μέση: μέλλοντας: ῥάξομαι (μεταγενέστερος της ελληνιστικής)
  • παθητική: αόριστος ἐρράχθην (μόνον σύνθετος: κατερράχθην)


Σύνθετα[επεξεργασία]