Δείτε επίσης : ρέω
ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή * srew - (ρέω ). Συγγενή: σανσκριτική स्रवति (srávati ), παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική строуꙗ (struja , ροή ), αγγλική stream
ῥέω & ομηρικός τύπος ῥείω
ο παθητικός αόριστος ἐρρύην χρησιμοποιείτο ως ενεργητικός και δεν είχε προστακτική
στο μέλλοντα απαντώνται οι επιπλέον τύποι ῥεύσω και ῥευσοῦμαι (μεταγενέστεροι, των χριστιανικών χρόνων), όπως και ο τύπος ῥεύσομαι (επικός τύπος και στον Ηρόδοτο). Ο μέλλοντας ῥυήσομαι που παρατίθεται, απαντά κυρίως συνθετος (εἰσρυήσομαι)
ο αόριστος ἔρρευσα απαντά κυρίως σύνθετος
ο υπερσυντέλικος απαντά κυρίως σε συνθετα όπως συνερρυήκειν
απαντούν σε σύνθετη μορφή και τύποι μέσου παρατατικού όπως περιερρεῖτο
Κλίση
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ῥέω
ῥέω
ῥέοιμι
-
σύ
ῥεῖς
ῥέῃς
ῥέοις
ῥεῖ
οὖτος
ῥεῖ
ῥέῃ
ῥέοι
ῥείτω
ἡμεῖς
ῥέομεν
ῥέωμεν
ῥέοιμεν
-
ὑμεῖς
ῥεῖτε
ῥέητε
ῥέοιτε
ῥεῖτε
οὗτοι
ῥέουσι(ν)
ῥέωσι(ν)
ῥέοιεν
ῥεόντων / ῥείτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ῥεῖν
ῥέων
ῥέουσα
ῥέον
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔρρεον
-
-
-
σύ
ἔρρεις
-
-
-
οὖτος
ἔρρει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐρέομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐρεῖτε
-
-
-
οὗτοι
ἔρρεον
-
-
-
Ενεργητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἔρρευσα
ῥεύσω
ῥεύσαιμι
-
σύ
ἔρρευσας
ῥεύσῃς
ῥεύσαις / ῥεύσειας
ῥεῦσον
οὗτος
ἔρρευσε
ῥεύσῃ
ῥεύσαι / ῥεύσειεν
ῥευσάτω
ἡμεῖς
ἐρρεύσαμεν
ῥεύσωμεν
ῥεύσαιμεν
-
ὑμεῖς
ἐρρεύσατε
ῥεύσητε
ῥεύσαιτε
ῥεύσατε
οὗτοι
ἔρρευσαν
ῥεύσωσι(ν)
ῥεύσαιεν / ῥεύσειαν
ῥευσάντων / ῥευσάτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ῥεῦσαι
ῥεύσας
ῥεύσασα
ῥεῦσαν
Παθητικός Αόριστος α'
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐρρύην
ῥυῶ
ῥυείην
-
σύ
ἐρρύης
ῥυῇς
ῥυείης
ητι
οὖτος
ἐρρύη
ῥυῇ
ῥυείη
ῥυήτω
ἡμεῖς
ἐρρύημεν
ῥυῶμεν
ῥυείημεν / ῥυεῖμεν
-
ὑμεῖς
ἐρρύητε
ῥυῆτε
ῥυείητε / ῥυεῖτε
ητε
οὗτοι
ἐρρύησαν
ῥυῶσι(ν)
ῥυείησαν / ῥυεῖεν
ῥυέντων / ῥυήτωσαν
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ῥυῆναι
ῥυείς
ῥυεῖσα
ῥυέν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐρρύηκα
ἐρρυήκω / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός ὦ
ἐρρυήκοιμι / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός εἴην
-
σύ
ἐρρύηκας
ἐρρυήκῃς / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός ᾖς
ἐρρυήκοις / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός εἴης
ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός ἴσθι
οὗτος
ἐρρύηκε
ἐρρυήκῃ / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός ᾖ
ἐρρυήκοι / ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός εἴη
ἐρρυηκώς , ἐρρυηκυῖα , ἐρρυηκός ἔστω
ἡμεῖς
ἐρρυήκαμεν
ἐρρυήκωμεν / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα ὦμεν
ἐρρυήκοιμεν / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
ἐρρυήκατε
ἐρρυήκητε / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα ἦτε
ἐρρυήκοιτε / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα εἴητε/εἶτε
ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα ἔστε
οὗτοι
ἐρρυήκασι(ν)
ἐρρυήκωσι(ν) / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα ὦσι(ν)
ἐρρυήκοιεν / ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα εἴησαν/εἶεν
ἐρρυηκότες , ἐρρυηκυῖαι , ἐρρυηκότα ἔστων
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ἐρρυηκέναι
ἐρρυηκώς
ἐρρυηκυῖα
ἐρρυηκός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ἐρρυήκειν
-
-
-
σύ
ἐρρυήκεις
-
-
-
οὖτος
ἐρρυήκει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐρρυήκεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐρρυήκετε
-
-
-
οὗτοι
ἐρρυήκεσαν
-
-
-
Μέσος Μέλλοντας
προσωπικές εγκλίσεις
οριστική
υποτακτική
ευκτική
προστακτική
ἐγώ
ῥυήσομαι
-
ῥυησοίμην
-
σύ
ῥυήσῃ / ῥυήσει
-
ῥυήσοιο
-
οὖτος
ῥυήσεται
-
ῥυήσοιτο
-
ἡμεῖς
ῥυησόμεθα
-
ῥυησοίμεθα
-
ὑμεῖς
ῥυήσεσθε
-
ῥυήσοισθε
-
οὗτοι
ῥυήσονται
-
ῥυήσοιντο
-
ονοματικοί τύποι
απαρέμφατο
μετοχή
ῥυήσεσθαι
ῥυησόμενος
ῥυησομένη
ῥυησόμενον