ῥαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥαίνω < ρίζα ῥαν
Ρήμα[επεξεργασία]
ῥαίνω
- πετάω σταγόνες, ραντίζω με υγρό
- ἐλαίῳ ῥήνας- ῥᾶνον δόμους
- πύργοι καὶ ἐπάλξιες αἵματι φωτῶν ἐρράδατ᾽
- αἵματι δ᾽ ἐρράδαται τοῖχοι
- αἵματι βωμὸς ἐραίνετ᾽
- λούζω σε στερεά, όπως στη σκόνη
- ἵπποι ῥαίνοντο κονίῃ
- ῥανῶ τε πεδόσ᾽ ἐγκέφαλον (θα χύσω καταγής τα μυαλά σου)
- (μεταφορικά) λούζω κάποιον με ευγενικά λόγια
- τάνδ᾽ ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις (Πίνδαρος)
Ρηματικοί τύποι[επεξεργασία]
- μέλλων: ῥανῶ, αόριστος: ἔρρανα και ἔρηνα και ἔρρηνα (ιωνικός), παρακείμενος: ἔρραγκα
- μέση φωνή: αόριστος: ἐρρανάμην, παρακείμενος: ἔρραμμαι και αργότερα ἔρρασμαι
- παθητική φωνή: αόριστος: ἐρράνθην
- οι τύποι ῥάσσατε και ἐρράδαται ἐρράδατο στην Ιλιάδα αποδίδονται και σε ένα άλλο ρήμα που δεν απαντά όμως, το ῥάζω