ῥῆγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρήγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ῥῆγμᾰ τὰ ῥήγμᾰτ
      γενική τοῦ ῥήγμᾰτος τῶν ῥηγμᾰ́των
      δοτική τῷ ῥήγμᾰτ τοῖς ῥήγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ῥῆγμᾰ τὰ ῥήγμᾰτ
     κλητική ! ῥῆγμᾰ ῥήγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ῥήγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ῥηγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥῆγμα < ῥήγνυμι, ῥηγ- + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥῆγμα

  1. ρωγμή, ράγισμα, σχίσιμο
  2. σχίσμα, χάσμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ῥήγνυμι

Πηγές[επεξεργασία]