누나

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κορεατικά (ko)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

누나 (ko) (nuna)

  1. (οικογένεια) μεγαλύτερη αδερφή ενός άντρα
  2. (προσφώνηση, οικείο) προσφώνηση μεγαλύτερης φίλης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • 오빠 (oppa, μεγαλύτερος αδερφός μιας γυναίκας)
  • 언니 (eonni, μεγαλύτερη αδερφή μιας γυναίκας)
  • 동생 (dongsaeng, νεότερο αδέρφι)