-ιάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ιάρης η -ιάρα το -ιάρικο
      γενική του -ιάρη της -ιάρας του -ιάρικου
    αιτιατική τον -ιάρη τη(ν) -ιάρα το -ιάρικο
     κλητική -ιάρη -ιάρα -ιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -ιάρηδες οι -ιάρες τα -ιάρικα
      γενική των -ιάρηδων των -ιάρικων
    αιτιατική τους -ιάρηδες τις -ιάρες τα -ιάρικα
     κλητική -ιάρηδες -ιάρες -ιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-ιάρης < μεσαιωνικό επίθημα < ελληνιστικό -άριος

Επίθημα[επεξεργασία]

-ιάρης και -άρης

  1. στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή επιθέτων (-ιάρης, -ιάρα, -ιάρικο) που δείχνουν ότι η ιδιότητα του ουσιαστικού είναι ιδιαίτερα συνήθης ή μόνιμη στο άτομο
    ζηλιάρης (ζήλια)
  2. στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή ουσιαστικών που συχνά δηλώνουν επάγγελμα
    μεροκαματιάρης (μεροκάματο)
    σκουπιδιάρης (σκουπίδια)
    ταβερνιάρης (ταβέρνα) σε αυτήν την περίπτωση κατά τα εις -άρης και -αρης (αγελαδάρης, φούρναρης)
  3. στην κατάληξη λέξεων κυρίως μειωτικών, υβριστικών ή πάντως ως επί το πλείστον αργκό, ώστε να μεγεθύνει και να επιτείνει ακόμα περισσότερο την αρνητική έννοιά τους
    κιτρινιάρης (κίτρινος)
    κασιδιάρης (κασίδα)
    χλεμπονιάρης (χλεμπόνα)
    χτικιάρης (χτικιό, υβριστικό αλλά και ο φυματικός παλιότερα)
  4. στην κατάληξη ουσιαστικών για την παραγωγή επιθέτων που δείχνουν ότι κάποιος έχει την ιδιότητα του ουσιαστικού σε μόνιμο και υπερβολικό βαθμό, όχι πάντα υβριστικά ή μειωτικά
    λυπησιάρης (λύπη - δε λυπάται τους άλλους ευκαιριακά και τους λυπάται πολύ)
    ταξιδιάρης (ταξίδι - ταξιδεύει συχνά, του αρέσουν τα ταξίδια)
    αρρωστιάρης (αρρώστια -αρρωσταίνει συχνά)
    βρωμιάρης (βρώμα - το βρώμικος μπορεί να συνιστά προσωρινή ιδιότητα)
  5. σε -άρης, για σχηματισμό ουσιαστικών επαγγελματικών
    γελαδάρης, γελαδάρισσα, περιβολάρης, περιβολάρισσα
  6. σε -άρης για σχηματισμό επιθέτων ηλικιακών, αλλά όχι μόνον
    δεκαεξάρης, δεκαεξάρα, δεκαοξάρικο
    σαραντάρης, σαραντάρα
    διακοσάρα λάμπα, κατοστάρης δρομέας (των 100 μ.)
  7. σε -άρης (και -αράς) για σχηματισμό επιθέτων που δείχνουν ότι κάποιος έχει έντονη την ιδιότητα του ουσιαστικού ή που θέλει να δείξει την ειδική ιδιότητα που ενδιαφέρει αυτήν τη στιγμή
    πεισματάρης, πεισματάρα, δουλευταράς, δουλευταρού
    νοικάρης, νοικάρα

→ δείτε τη λέξη -άριος