-κλινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-κλινος < κλίνη

Επίθημα[επεξεργασία]

-κλινος, -η, -ο

  1. παραγωγικό επίθημα που δημιουργεί επίθετα, ως δεύτερο συνθετικό, τα οποία προσδιορίζουν χώρο ο οποίος περιέχει τόσα κρεβάτια όσα δηλώνει το πρώτο συνθετικό
μονό-κλινος
δί-κλινος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]