-κολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -κολος < αρχαία ελληνική -κολος
Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών[επεξεργασία]
-κολος (& -κόλος)
- κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -κολος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kwlel (περιφέρομαι, ασχολούμαι, φροντίζω)
Κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών[επεξεργασία]
-κολος (& -κόλος)