-μανία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μανία, Μάνια

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -μανία οι -μανίες
      γενική της -μανίας
    αιτιατική τη(ν) -μανία τις -μανίες
     κλητική -μανία -μανίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-μανία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -μανία < αρχαία ελληνική μανία και (λόγιο δάνειο) γαλλική -manie < ελληνιστική κοινή -μανία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /maˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -μα‐νι‐α

Επίθημα[επεξεργασία]

-μανία θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • -μανίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα