-πλασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -πλασία | οι | -πλασίες |
γενική | της | -πλασίας | των | -πλασιών |
αιτιατική | τη(ν) | -πλασία | τις | -πλασίες |
κλητική | -πλασία | -πλασίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -πλασία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική -plasia < αρχαία ελληνική πλάσ(ις) + -ία < πλάσσω (πλάθω) [1][2]
- για την παρωχημένη σημασία «πλάσιμο» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -πλασία [3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /plaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -πλα‐σί‐α
- τονικό παρώνυμο: -πλάσια
Επίθημα[επεξεργασία]
-πλασία
- δεύτερο συνθετικό
- ιατρικών όρων που δηλώνει την ανάπτυξη του μέρους του σώματος με τον τρόπο ή στο σημείο που ορίζει το πρώτο συνθετικό
- (μεταφορικά) που δηλώνει νοητικό δημιούργημα όπως ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
- (παρωχημένο) που δηλώνει το πλάσιμο, τη διαδικασία της δημιουργίας εκείνου που ορίζεται στο πρώτο συνθετικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πλασία στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε --πλασία - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ -πλασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ -πλασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ όπως σημειώσεις στο αρτοπλασία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -πλασίᾱ | αἱ | -πλασίαι | ||||
γενική | τῆς | -πλασίᾱς | τῶν | -πλασιῶν | ||||
δοτική | τῇ | -πλασίᾳ | ταῖς | -πλασίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | -πλασίᾱν | τὰς | -πλασίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | -πλασίᾱ | -πλασίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -πλασίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | -πλασίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-πλασία, -ας
- (ελληνιστική κοινή) σπανιότερη μορφή του -πλαστία: δεύτερο συνθετικό που δηλώνει το πλάσιμο εκείνου που ορίζει το πρώτο συνθετικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- -πλασμα
- -πλαστέω → και δείτε -πλάσσω
- -πλάστης
- -πλαστικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ία (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επιθήματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)