-τρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | -τρόφος | οι | -τρόφοι |
γενική | του/της | -τρόφου | των | -τρόφων |
αιτιατική | τον/τη(ν) | -τρόφο | τους/τις | -τρόφους |
κλητική | -τρόφε | -τρόφοι | ||
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -τρόφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -τρόφος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɾo.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τρό‐φος
Επίθημα[επεξεργασία]
-τρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε πρόσωπο το οποίο ασχολείται με την εκτροφή ζώων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ "-τρόφος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- -τρόφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)