Abtei
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Abtei (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Abteien)
- (χριστιανισμός) το αβαείο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Kloster ουδέτερο